κοιλιολυσία

κοιλιολυσία
κοιλιολυσία, ἡ (Α) [κοιλιολυτώ]
η λύση τής κοιλιάς, τών εντέρων, η διάρροια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοιλιολυσίᾳ — κοιλιολυσίᾱͅ , κοιλιολυσία looseness of the bowels fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιολυσίαν — κοιλιολυσίᾱν , κοιλιολυσία looseness of the bowels fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”